- λαμπτηρουχια
- λαμπτηρουχίαλαμπτηρ-ουχίαἥ держание зажженных факелов Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαμπτηρουχία — λαμπτηρουχία, ἡ (Α) το να κρατά κάποιος λύχνους ή πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπτηροῦχος (< λαμπτήρ + οῦχος + ἔχω)] … Dictionary of Greek
λαμπτηρουχίας — λαμπτηρουχίᾱς , λαμπτηρουχία holding of torches fem acc pl λαμπτηρουχίᾱς , λαμπτηρουχία holding of torches fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)